Ἀσκληπιαδῶν

Ἀσκληπιαδῶν
Ἀσκληπιάδαι
masc gen pl
Ἀσκληπιάδης
Asclepios
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀσκληπιάδων — ἀσκληπιάς swallow wort fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγχελυς — Μυθολογικό θαλάσσιο τέρας της Κω. Κατά τη μυθολογία, το σκότωσε ο βασιλιάς της Κω Κρίσαμης, επειδή του άρπαξε από το μεγάλο κοπάδι του το ωραιότερο πρόβατο. Από τότε η Έ. εμφανιζόταν συχνά στα όνειρα του Κρίσαμη και του ζητούσε να τη θάψει.… …   Dictionary of Greek

  • Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… …   Dictionary of Greek

  • Κτησίας — (μέσα 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Γιατρός και ιστορικός συγγραφέας από την Κνίδο. Υπήρξε σύγχρονος του Ιπποκράτη και, σύμφωνα με τον Γαληνό, συγγενής του. Καταγόταν από το γένος των Ασκληπιαδών και ήταν γιος του Κτησίαρχου ή Κτησίοχου. Διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”